νενίηλος

νενίηλος
νενίηλος
Grammatical information: adj.
Meaning: about `unwise, blinded', after H. = τυφλός, ἀπόπληκτος, ἀνόητος (Call. Jov. 63);
Derivatives: besides, very doubtful, ἐνίηλος (prob. \<ν\>ε-) ἀνόητος; also νενός εὑήθης H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Popular reduplicated formation without etymology; suffix as in κίβδηλος, ἀσύφηλος a.o. (Chantraine Form. 241 f.). Fur. 392.
Page in Frisk: 2,

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νενίηλος — νενίηλος, ον (Α) 1. μωρός, ανόητος, παλαβός 2. κοντόθωρος, με ασθενή όραση 3. (κατά τον Ησύχ.) «νενίηλος τυφλός, ἀπόπληκτος. ἀνόητος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. έχει σχηματιστεί με αναδιπλασιασμό και προέρχεται πιθ. από τη νηπιακή γλώσσα.… …   Dictionary of Greek

  • νενίηλος — foolish masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νενός — νενός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὐήθης». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη γλώσσα τού Ησύχ. «νενίηλος τυφλός, ανόητος» (βλ. λ. νενίηλος)] …   Dictionary of Greek

  • νηνί — και νινί (Μ νην[ν]ίον και νιν[ν]ίον) 1. νεογέννητο ανθρώπου, μωρό, βρέφος 2. ομοίωμα νεογέννητου, κούκλα νεοελλ. 1. είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη τού οφθαλμού 2. (κατ επέκτ.) η κόρη τού οφθαλμού 3. (ιδιωμ.) μεταξοσκώληκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”